«Όταν φτιαχνότανε η γη, λες και ήταν σαν ένα καζάνι σε πολύ δυνατή φωτιά με διάφορα υλικά μέσα του, που έβραζαν, κόχλαζαν και άχνιζαν. Οι άγγελοι και οι δυνάμεις του Θεού ανακάτευαν το μίγμα. Τότε αφού το αποφάσισε ο Θεός, έριξε την ανάσα του στη γη και αυτή σιγά σιγά άρχισε να κρυώνει και να γίνεται ανθρώπινη. Όταν όμως έριξε την ανάσα του, κρατούσε στο Άγιο Του χέρι την Λάμψη της σελήνης και του έπεσε λίγη από αυτή στη γη. Έτσι όπως έπεσε απλώθηκε λες και απέκτησε η γη φλέβες με άσπρο αίμα που πήγαν σε πολλά σημεία στο φλοιό της γης. Κρύωσε από την ανάσα του Θεού και όταν το βρήκαν οι άνθρωποι σκάβοντας το χώμα της γης, το ονόμασαν άργυρο. Έχει μέσα του κρυμμένη τη παγωμένη λάμψη της σελήνης.